κροκωτοφορώ

κροκωτοφορώ
κροκωτοφορῶ, -έω (Α) [κροκωτοφόρος]
φορώ κροκωτό ένδυμα («κροκωτοφοροῡσα καὶ κεκαλλωπισμένη», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”